φρεσκοβαμμένος

φρεσκοβαμμένος
-η, -ο, Ν
πρόσφατα βαμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρέσκος + βαμμένος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φρεσκοβαμμένος — η, ο αυτός που βάφτηκε πριν από λίγο, που τα χρώματα είναι ακόμη νωπά επάνω του: Ακούμπησε σε φρεσκοβαμμένη πόρτα και λέρωσε το σακάκι του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρεσκο- — ως α συνθετικό προσθέτει στο περιεχόμενο του β συνθετικού την έννοια του «μόλις», του «πριν από λίγο»: Φρεσκοβαμμένος, φρεσκοξυρισμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”